Page 117 - Θέκλα Πετρίδου | Η ανατομία μιας γυναίκας
P. 117
Τελικά ήρθαν επειδή τους απείλησα πως αν δεν έρχονταν δε θα τους
ξαναμιλούσα. ( Μεταξύ μας, αυτό ίσως να μην είναι απειλή, αλλά
υπόσχεση, με τη μουρμούρα που με διακατέχει ). Τελοσπάντων,
καθίσαμε να φάμε, βγάλαμε και τα κρασιά και η συζήτηση φούντωσε.
Θ: Ρε παιδιά, τι κατάντια είναι αυτή;
Α: Τί εννοείς, για ποια κατάντια μιλάς;
Θ: Τί ώρα σχόλασες από το γραφείο εννοώ. Καλά άκουσα πως έφυγες
στις 9.30;
Α: Καλά άκουσες, είχα ένα σχέδιο επείγον να τελειώσω.
Θεοδ:Γιατί και τις άλλες μέρες που δεν έχεις επείγοντα σχέδια, τί ώρα
τελειώνεις βρε Αντρούλα, μας κοροϊδεύεις τώρα;
Α: ΄Ακου ποιος μίλησε! Και να πάω σπίτι θα σε βρω εκεί; Δεν είσαι εσύ
που μόνο για ύπνο έρχεσαι πια στο σπίτι και όπου σε χάσω θα σε βρω
στο στρατόπεδο, ακόμα και τις ώρες που δεν έχεις υπηρεσία;
Θεοδ:Σου αρέσει όμως να καμαρώνεις όταν συζητιούνται οι προαγωγές
μου και η θέση μου.
Θ:Να σας πω μια ιστορία;
Α:Τί ιστορία, πού την ξέρεις εσύ; Έχει δεκαπέντε μέρες που
απομονώθηκες εδώ πάνω στο χωριό, πού άκουσες την ιστορία;
Θ: Α, εγώ ξέρω πολλές ιστορίες με ζευγάρια...
Α:΄Εμεινε μόνη της σαν τον κούκκουφο και ξέρει και πολλές ιστορίες με
ζευγάρια, πώς σου φαίνεται αυτό;
Θεοδ:΄Αστην, να μας την πει, ρε παιδί μου.
Θ:Δεν είναι και τόσο σπουδαία ιστορία. Ήταν ένα ζευγάρι που ο άντρας
έβλεπε τη Φιλιππινέζα πιο πολύ από τη γυναίκα του και στο τέλος
άρχισε να πηδάει τη Φιλιππινέζα.
Θεοδ:Καλό! Μόνο που εμείς δυστυχώς δεν έχουμε Φιλιππινέζα.
Α:Μην κοροϊδεύεις, βλαμμένο. Δηλαδή, θες να πεις πως αν είχαμε θα
την πηδούσες;
Θεοδ:Δεν ξέρω, αν ήταν νόστιμη.
Θ:Ε! Παιδιά, σεμνά! Τί της λες κι εσύ βρε Θεόδωρε της γυναίκας,
πράγματα είναι αυτά;
116